- ἔμπαις
- ἔμπαις, παιδος, ἡ,A with child,
ἡ παῖς ἔμπαις Cratin.287
(Kock cj. ἔκπαις no longer a child), cf. Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἡ παῖς ἔμπαις Cratin.287
(Kock cj. ἔκπαις no longer a child), cf. Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
έμπαις — ἔμπαις, η (Α) η έγκυος … Dictionary of Greek
παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος … Dictionary of Greek